Το σαββατοκύριακο ασχολήθηκα με ένα κεφάλαιο, το οποίο αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος του από διάλογο μεταξύ της Νάιλο, της ταχυδακτυλουργού ενός βασιλιά, και ενός ερημίτη που συναντά στα χαλάσματα μίας παλιάς εκκλησίας.
Το κεφάλαιο είναι λίγο πριν τη μέση του βιβλίου, προσωρινά το έχω ονομάσει "Εκκλησία βυθισμένη στο σκοτάδι" και κυλάει σχετικά αργά, μιας και βρίσκεται ακριβώς πριν από μία σφοδρή και αναπάντεχη μάχη που διαδραματίζεται την επόμενη μέρα μέσα σε ένα χιονισμένο δάσος.
Προσπαθώ να διερευνήσω τις αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι σε έναν κατακτητή ο οποίος ουσιαστικά έχει αντικαταστήσει τον προηγούμενο Άρχοντα στην εξουσία. Αν η καθημερινότητά τους δεν μεταβλήθηκε ιδιαίτερα, αν ο καινούριος άρχοντας είναι εξίσου σκληρός με τον παλιό, τότε σε ποιον οφείλουν την υποταγή τους και γιατί; Υποθέτω ότι μεγάλο ρόλο σε αυτό το δίλημμα παίζει και η θρησκεία, επομένως μάλλον σε αυτό δίνω μεγαλύτερη βαρύτητα και γι΄αυτό έχω επιλέξει ως σκηνικό αυτής της συζήτησης την μισοκατεστραμμένη εκκλησία.
Το κεφάλαιο είναι επίσης σημαντικό γιατί εδώ αποκαλύπτονται και το περιεχόμενο της περγαμηνής που είχε αναλάβει να μεταφέρει ο Αλιόσκα στον πολιορκούμενο Ανατολικό Πύργο και το περιεχόμενο της περγαμηνής που έκλεψε η Νάιλο στο δεύτερο βιβλίο.
Καλύτερα να μη μπω, όμως σε περισσότερες λεπτομέρειες για να μην προδώσω μυστικά της υπόθεσης.