Τρίτη 5 Μαΐου 2009

Η ιστορία της Δρακοφωλιάς- Μέρος Γ'

Εδώ ολοκληρώνεται η ιστορία της Δρακοφωλιάς, της βορειότερης και πιο απομονωμένης πόλης του Βασιλείου της Αράχνης. Το μικρό παρακάτω απόσπασμα είναι από το τρίτο βιβλίο της σειράς και (σχεδόν) αποκαλύπτει την ταυτότητα ενός από τους χαρακτήρες, που εμφανίζεται μυστηριωδώς σαν deus ex machina για να βοηθήσει τον τυμβωρύχο και πρώην περιπλανώμενο φρουρό Ροτ, στην "Περγαμηνή με τους τέσσερις απόκρυφους αποδέκτες" και στο "Περπατώντας στα σκαλοπάτια των νεκρών". Ο χαρακτήρας για τον οποίο γίνεται λόγος, όπως αποκαλύπτεται εδώ, δεν είναι άνθρωπος, αλλά συγκαταλέγεται στις αόρατες δυνάμεις, των οποίων η επιρροή στον πραγματικό κόσμο σταδιακά φανερώνεται.


Ανάμεσα στα ΚΕΦΑΛΑΙΑ 53 και 54: Η ιστορία της Δρακοφωλιάς (Γ' Μέρος)

[...]

Καθώς μία ακόμα μέρα έσβηνε πάνω από τις πιο απόκρημνες κορυφές της Ντραγκούτ, μία ογκώδης φιγούρα τυλιγμένη σε μαύρο ύφασμα έφτανε στη Δρακοφωλιά, την καταραμένη σύμφωνα με τους Πεδιανθρώπους πόλη. Ο Άγιος Φραγκίσκος είχε γλυτώσει από πολλά στο τελευταίο του ταξίδι και είχε έρθει η ώρα να αποσυρθεί. Δεν ήθελε περισσότερα μπλεξίματα με τις αμαρτίες εκείνου του πολέμου- όσες φορές επιχείρησε να αναμειχθεί μόνο συμφορές προκάλεσε. Μα πίστευε ότι είχε αφήσει ένα σπόρο πίσω. Παρ’ ότι ελάχιστοι θα του το αναγνώριζαν, ήθελε να πιστεύει ότι το καλό που είχε κάνει, θα φύτρωνε σε μερικές γενιές.

Πήδηξε πάνω απ’ τα τείχη και πέρασε πάνω απ’ τα χαλάσματα πιο ανάλαφρα απ’ όσο θα περίμενε κανείς βλέποντας τον όγκο του. Έφτασε έξω από ένα καλοδιατηρημένο κτίριο, ένα απ’ τα ελάχιστα της εγκαταλελειμμένης πόλης. Στο κατώφλι υπήρχαν γραμμένα έξι γράμματα: «Κρύπτη» και σκαλισμένος ένας σταυρός. Ο Άγιος Φραγκίσκος έβγαλε ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί από ρούχα του και ξεκλείδωσε την πέτρινη πόρτα. Έσπρωξε με κόπο και βρέθηκε σε έναν παγωμένο, άδειο χώρο, παράξενα οικείο.

Άναψε έναν πυρσό και τον κούνησε αρκετές φορές πέρα δώθε για να διώξει τις ενοχλητικές σκιές που μαζεύτηκαν γύρω του για να μάθουν νέα από τον έξω κόσμο. Κατέβηκε πολλά σκαλιά και προχώρησε βαθιά σ’ έναν καταθλιπτικό διάδρομο, προσπερνώντας ατέλειωτες σειρές τάφων, τοποθετημένες παράλληλα και στις δύο πλευρές των τοίχων.

Έφτασε σ’ ένα σημείο που είχε σημαδέψει με καπνιά για να μην ξεχάσει. Έσβησε με τη σκέψη του τον πυρσό.

Παραμέρισε ευλαβικά έναν ανατριχιαστικά γνώριμο σωρό από κόκαλα. Στριμώχτηκε για να χωρέσει και ξάπλωσε.

Έσβησε τα μάτια του. Επιτέλους θ’ αναπαυόταν έπειτα από πάρα πολλά χρόνια.