Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Απόσπασμα

Ένα απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου. Όπως σε κάθε κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου, παίζει σημαντικό ρόλο το πρώτο γράμμα του τίτλου.
Αυτό το κεφάλαιο ήταν και αυτό που πρωτοέγραψα ξεκινώντας το "Βασίλειο της Αράχνης". Διαδραματίζεται στις πρώτες μέρες του πολυετούς πολέμου και ενώ το Δρακοδόντι πέφτει έπειτα από προδοσία στα χέρια των Πεδιανθρώπων. Το χρησιμοποίησα περισσότερα για να δημιουργήσω ατμόσφαιρα και να εισάγω τον αναγνώστη στον άγνωστο κόσμο της οροσειράς Ντραγκούτ. Πάντως όσα αναφέρονται εδώ, παίζουν σημαντικό ρόλο πολύ αργότερα στην αφήγηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Παρελθόν

Εξήντα τρία χρόνια πριν από σήμερα

ΕΝΑ ΘΛΙΒΕΡΟ, ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ. Τα άλογα της συντροφιάς ήταν από νωρίς ανήσυχα και τρομαγμένα. Και κουρασμένα, γιατί σε μισή σχεδόν μέρα είχαν διανύσει μια πολύ δύσκολη ανηφορική διαδρομή, μέσ’ από θάμνους, δάση και απόκρημνους, επικίνδυνους και άγνωστους δρόμους. Ο οδηγός που προχωρούσε μπροστά, αν και χρόνια περιδιάβαζε τα βουνά της περιοχής, άλλοτε σταματούσε αβέβαιος, άλλοτε έψαχνε γνώριμα σημάδια και άλλοτε ομολογούσε ότι είχε κάνει λάθος, και οι καβαλάρηδες επέστρεφαν σε ένα σημείο που είχαν αφήσει πίσω τους από ώρα. Το μεσημέρι, μέσα στην πυκνή βλάστηση, αντιλήφθηκαν λύκους ή άλλα αγρίμια να τους ακολουθούν από μικρή απόσταση, αλλά έπειτα από λίγη ώρα τα παράτησαν, είτε γιατί κουράστηκαν είτε γιατί φοβήθηκαν.

Αν και το φως της μέρας ακόμα σκορπιζόταν γύρω, οι πυρσοί που προνόησαν να ανάψουν δύο από τους στρατιώτες έφεραν αποτέλεσμα, φοβίζοντας τα άγρια ζώα, ενώ ένας τοξότης έριξε και μερικά βέλη στα τυφλά, καβάλα στο άλογό του. Ίσως κάποια άλλη φορά κάτι τέτοιο να είχε θεωρηθεί αστόχαστη σπατάλη, μια και δε θα πήγαινε ποτέ να γυρέψει τα καλοζυγισμένα και ακριβά βέλη του, αλλά εκείνη τη στιγμή τίποτα δεν έμοιαζε να έχει σημασία. Ο νεαρός τοξότης κοίταξε λυπημένος τη φαρέτρα του. Του είχαν απομείνει μόνο τρία βέλη…

Συνέχισαν την ανάβαση χωρίς να σταματήσουν, έστω και λίγο, για να ξαποστάσουν. Τα μέλη των καβαλάρηδων είχαν κρεμάσει απ’ την εξάντληση, τα πόδια των αλόγων σέρνονταν πια στο στρώμα των ξερών φύλλων των βελανιδιών, που κάλυπτε το έδαφος σ’ εκείνο το μελαγχολικό και ήσυχο μέρος. Οι μόνοι θόρυβοι που τάραζαν την απογευματινή ηρεμία ήταν ο κρότος που ακουγόταν όταν τα πέταλα χτυπούσαν σε κάποια πέτρα και η κλαγγή των όπλων που αναπηδούσαν δεμένα στις σέλες των αλόγων. Όλη η φύση σιωπούσε, σαν να αφουγκραζόταν τα παράξενα νέα από τον κόσμο των ανθρώπων και να συμμεριζόταν την αδιόρατη θλίψη και τον πόνο που πλανιούνταν στην ατμόσφαιρα.

Η συντροφιά των ανθρώπων επιστράτευσε δυνάμεις που είχε κρυμμένες για καταστάσεις σαν αυτή και ανέβηκε κι άλλο, ώσπου περισσότερος ουρανός ήταν από κάτω τους, παρά από πάνω τους. Το τοπίο είχε πάρει τώρα διαφορετική μορφή, ακόμα πιο μελαγχολική και πένθιμη, σαν να ήταν το πεδίο μιας φανταστικής μάχης. Περνούσαν βράχια σπαρμένα στην πλαγιά του βουνού, που έμοιαζαν με ξεθαμμένα κόκαλα της γης, σαπισμένους κορμούς αιωνόβιων δέντρων, που κείτονταν σαν πεθαμένοι πολεμιστές, και ξεχασμένα μονοπάτια, που είχαν σβηστεί από το χώμα και από τις μνήμες εκείνων που τα είχαν χαράξει.

Ώσπου τελικά έφτασαν εκεί. Ήταν ένα φυσικό σκαλοπάτι, μια προεξοχή του βουνού, ένα παρατηρητήριο που όμοιό του δε θα μπορούσε να φανταστεί ανθρώπου νους και που στεκόταν χιλιάδες χρόνια ακλόνητο στην ίδια θέση. Σχηματιζόταν κυριολεκτικά στο χείλος ενός γκρεμού, όχι μεγαλύτερο από είκοσι πόδια σε μήκος και μόλις δέκα σε πλάτος, σαν μια πέτρινη γλώσσα που ξεπρόβαλλε χλευαστικά απ’ τα πετρώματα. Σε όποιον φοβόταν τα ύψη, έδινε την ψευδαίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή θα ράγιζε και θα κατέρρεε, ενώ από κάτω ακριβώς ανοιγόταν το απόλυτο χάος, ένα χάσμα που θα έπαιρνε την ανάσα οποιουδήποτε…

«…Και οποιοσδήποτε κοιτάξει, η ανάσα του αυτή θα είναι η έσχατη, εκτός αν το πρώτο πόδι της Αραχνίδας έχει γίνει βορά της μεγάλης πυράς. Τότε αυτός που θα έχει κοιτάξει θα νιώσει την ορμή της φλόγας να μπαίνει μέσα του όπως μπαίνει ο αέρας, σειρές από φολίδες θα σκεπάσουν το κορμί του απ’ τις φτέρνες ως την κεφαλή και η δύναμή του θα μεγαλώσει χίλιες φορές και άλλες τόσες», ολοκλήρωσε ο Λόγιος, προφέροντας πιο αργά την τελευταία φράση, σαν να απαλλασσόταν από ένα βαρύ φορτίο που ήταν καταδικασμένος να κουβαλάει για καιρό. Ο πάπυρος που κρατούσε στα χέρια του έτρεμε, η γλώσσα του είχε δεθεί κόμπος και οι λέξεις σχηματίζονταν δύσκολα. Αν η έκφρασή του μαρτυρούσε ικανοποίηση ή απογοήτευση, το γνώριζε μόνο εκείνος και ο Θεός στον οποίο πίστευε.

Η συντροφιά είχε σταματήσει λίγο μακρύτερα απ’ το χείλος του γκρεμού και οι περισσότεροι είχαν ξεπεζέψει μετά την κοπιαστική πορεία. Ο μόνος που είχε μείνει πάνω στο άλογο του ήταν ο Ιάκωβος, ο τοξότης της ομάδας και ο νεαρότερος απ’ όλους όσοι είχαν την τύχη ή την ατυχία να βρίσκονται εκεί χωρίς να το έχουν επιλέξει, την αποφράδα εκείνη μέρα. Μέσα στο χαλασμό της μάχης, ο Αξιωματικός τον είχε τραβήξει κοντά του και τον είχε διατάξει να τον ακολουθήσει μέσα από ένα μυστικό πέρασμα, για να βγουν έξω από τα τείχη. Στην αντίθετη πλευρά απ’ όπου είχε εισβάλει αναπάντεχα ο εχθρός, τους περίμεναν ο ίδιος ο Άρχοντας, ο σύμβουλός του ο Λόγιος, μερικοί στρατιώτες, εφόδια, εξοπλισμός και γερά άλογα για να τους οδηγήσουν μακριά από την πόλη, αλλά, όπως δεν άργησε να αντιληφθεί, μακριά κι απ’ τη σωτηρία.

Στην αρχή είχε πιστέψει ότι ήταν απλώς μέλος μιας ομάδας δειλών στρατιωτών, που την τελευταία στιγμή –και ενώ στην πόλη οι σύντροφοί τους πολεμούσαν ακόμα– το έσκασαν υπό τις οδηγίες του αντάξιου Άρχοντά τους, για να σώσουν την «πολύτιμη» ζωή τους. Η σκέψη ότι είχαν ιερό καθήκον να ειδοποιήσουν το ταχύτερο δυνατό την κοντινότερη πόλη κάπως ξαλάφρωνε τη συνείδησή του, όμως η κατεύθυνση που ακολούθησαν δεν του άφηνε πλέον περιθώρια για αμφιβολίες. Η συγκυρία τον είχε οδηγήσει σε διαφορετικά μονοπάτια από αυτά που είχε ονειρευτεί μικρός να ακολουθήσει. Ο Ιάκωβος προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι όφειλε υποταγή στους ανωτέρους του, αλλά μάταια πάλεψε να ξεγελάσει μέσα του ένα αίσθημα ενοχής.

Παρόλο που του είχαν απομείνει μόνο τρία βέλη στη φαρέτρα και δε χειριζόταν με πολλή επιδεξιότητα το καλογυαλισμένο εγχειρίδιό του, είχε συνέχεια το νου του για οποιαδήποτε απειλή μπορούσε να εμφανιστεί από τα βράχια γύρω τους. Το ατίθασο, νεαρό άλογό του γύριζε νευρικά γύρω απ’ τον εαυτό του, χλιμιντρίζοντας και κάνοντας να χτυπούν μεταξύ τους τα δύο καλοφτιαγμένα τόξα που είχε περασμένα στη σέλα του ο Ιάκωβος: το ένα για μακρινές αποστάσεις, που του το είχε χαρίσει ο πατέρας του, και το άλλο για κοντινές, δώρο του αδερφού του. Είχαν καταφέρει, άραγε, να γλιτώσουν απ’ το χαμό; Τι είχε γράψει η μοίρα στο βιβλίο της γι’ αυτούς;

Οι υπόλοιποι, φαινομενικά απαλλαγμένοι από κάθε βασανιστική σκέψη για όσα είχαν αφήσει πίσω, καθώς ο ήλιος άρχιζε να πέφτει, έμοιαζαν σαν να βρίσκονται σε μια ιδιότυπη θεατρική σκηνή, υποβλητικά φωτισμένη από τα βελούδινα χρώματα του δειλινού. Για τους περισσότερους, αυτό θα ήταν και το τελευταίο δειλινό της ζωής τους.

Ο Άρχοντας, ο Λόγιος, ο Αξιωματικός και οι πέντε στρατιώτες, έχοντας σχηματίσει κύκλο, υποδύονταν τους ρόλους που είχε γράψει η μοίρα γι’ αυτούς. Το βαρύ οπλισμό, τα σπαθιά, τις ασπίδες, τα τσεκούρια και τις βαλλίστρες τα είχαν αφήσει στ’ άλογά τους λίγο πιο μακριά, εκεί όπου βρισκόταν ο Ιάκωβος. Απ’ τις διχτυωτές πανοπλίες τους ξεχώριζε εκείνη του Αξιωματικού. Πάνω στον ατσάλινο, αστραφτερό του θώρακα απεικονιζόταν ανάγλυφα μια αποκρουστική αράχνη, με απαίσιο γυναικείο κεφάλι, φίδια αντί για μαλλιά και στόμα απ’ όπου έβγαινε κοροϊδευτικά μια γλώσσα με αγκάθια. Η Βασίλισσα Αράχνη. Ακατανόητο αρχαίο σύμβολο, που ακόμα χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή απ’ τους λαούς των βουνών για να διακοσμούν ασπίδες, πανοπλίες και λάβαρα.

Με την πάροδο του χρόνου είχαν αλλάξει οι συνήθειες και οι περισσότεροι πλέον διάλεγαν λιγότερο παγανιστικά σύμβολα, όμως ο Αξιωματικός δε νοιαζόταν, εκείνη ειδικά τη μέρα, για τους τύπους...

Δεν υπάρχουν σχόλια: